30.9.06

Η διεύρυνση του ψηφιακού χάσματος και ο μύθος της ευρυζωνικότητας

(Εφημερίδα Ο Κόσμος του Επενδυτή 2006)

Δυστυχώς, για τρίτη χρονιά, τα αποτελέσματα των ερευνών για τη χρήση των νέων τεχνολογιών στην Ελλάδα επιβεβαιώνουν την απομάκρυνση της χώρας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και την ενίσχυση του ψηφιακού χάσματος στην ελληνική κοινωνία.

Ενώ η Ευρώπη το 2005 έκανε ένα άλμα 6% στις συνδέσεις διαδικτύου στα νοικοκυριά, η Ελλάδα εμφάνισε για δεύτερη χρονιά μείωση της χρήσης του διαδικτύου.

Με αυτούς τους ρυθμούς ο στόχος της Ελλάδας – μέσω του προγράμματος Κοινωνία της Πληροφορίας (ΚτΠ) – για αύξηση των χρηστών του διαδικτύου στο 40% το 2006 μοιάζει ανέφικτος.

Παρομοίως, ο στόχος για την αύξηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που κάνουν χρήση του ηλεκτρονικού επιχειρείν από 1% στο 15% το 2006 απέχει πολύ από την πραγματικότητα καθώς στα τέλη του 2005 το ποσοστό κυμαίνονταν μόλις στο 1,3%.


Το εμπόδιο

Το μεγαλύτερο εμπόδιο στη διάδοση των νέων τεχνολογιών στην Ελλάδα παραμένει η πεποίθηση των πολιτών ότι οι υπολογιστές και το διαδίκτυο δεν είναι χρήσιμοι.

Το 46,5% των πολιτών δηλώνουν είτε ότι δεν χρειάζονται Η/Υ είτε ότι δεν τους ενδιαφέρει. Tο αντίστοιχο ποσοστό για το διαδίκτυο ανέρχεται στο 56,4%.


Το μόνο χειροπιαστό παράδειγμα

Τα παραπάνω ποσοστά είναι αναμενόμενα. Το μόνο χειροπιαστό παράδειγμα χρήσης του διαδικτύου στις συναλλαγές των πολιτών με το κράτος παραμένει εδώ και αρκετά χρόνια το TAXISnet, για την ηλεκτρονική υποβολή δηλώσεων φόρου εισοδήματος και Φ.Π.Α.

Ακόμη όμως και για το TAXISnet οι αναγκαίες επεκτάσεις αργούν να υλοποιηθούν.

Ενώ ο στόχος για το 2006 ήταν να υπάρχουν 10 ηλεκτρονικά παρεχόμενες υπηρεσίες, σήμερα παρέχεται μόνο το TAXISnet. Η προκήρυξη των υπόλοιπων εντάχθηκε στον προϋπολογισμό στα τέλη του 2005. Σύμφωνα με το σχέδιο για την Νέα Ψηφιακή Στρατηγική, μέχρι το 2008 – δηλαδή 8 χρόνια (!) μετά την έναρξη του προγράμματος της ΚτΠ – το Δημόσιο θα παρέχει με ηλεκτρονικό τρόπο τα πέντε πιστοποιητικά με τη μεγαλύτερη ζήτηση.


Ανάλυση του ψηφιακού χάσματος

Το ψηφιακό χάσμα συνεχίζει να είναι γεωγραφικό (υποχώρηση κατά 5% της χρήσης του διαδικτύου σε ημιαστικές περιοχές), ηλικιακό (υποχώρηση κατά 5% (!) της χρήσης του διαδικτύου στις ηλικίες 35 με 44 ) και ταξικό (μηδενικά ποσοστά χρήσης Η/Υ και διαδικτύου για ανθρώπους χαμηλής εκπαίδευσης και μικρών εισοδημάτων) [1].


Η κατάσταση στις ΜΜΕ

Παρόλα τα σημαντικά κονδύλια που έχουν διατεθεί μέσω της ΚτΠ για επιμόρφωση και αγορά εξοπλισμού από τις επιχειρήσεις, η χρήση του διαδικτύου στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή προσεγγίζοντας το 28%, όταν στην Ευρώπη των 25 προσεγγίζει το 91% [Eurostat 2006].

Η χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου – βασικού εργαλείου συναλλαγής – έφτασε μόλις το 25%.

Ενδεικτικό της αρνητικής στάσης των επιχειρήσεων απέναντι στις νέες τεχνολογίες είναι ότι μόλις το 26% των επιχειρήσεων έχει κάνει χρήση των υπηρεσιών του ΤΑΧΙSnet παρόλα τα φανερά πλεονεκτήματά του στην εξοικονόμηση χρόνου και την αποφυγή πολύωρης αναμονής στις εφορίες.



Τιμολόγια


Στη μείωση του ψηφιακού χάσματος δεν βοηθά η τιμολογιακή πολιτική των τηλεπικοινωνιακών εταιριών. Το μεγαλύτερο μέρος του οπτικού δικτύου του ΟΤΕ παραμένει αχρησιμοποίητο – πληροφορίες αναφέρουν ότι από τις 188 οπτικές ίνες που είναι εγκατεστημένες μεταξύ Αθήνας-Θεσσαλονίκης χρησιμοποιούνται μόνο οι 10.

Παρόλα αυτά ο ΟΤΕ συνεχίζει να εξαρτά τη τιμή πρόσβασης στο διαδίκτυο από τον αριθμό των χρηστών ακολουθώντας μια στρατηγική υψηλού συντελεστή κέρδους – προσφέροντας ακριβή πρόσβαση σε λίγους.

Η εναλλακτική στρατηγική του χαμηλού συντελεστή κέρδους με στόχο της ενθάρρυνση της κατανάλωσης – φθηνή πρόσβαση σε πολλούς – δεν έχει επιλεγεί.

Παρόμοια τακτική ακολουθούν και οι εναλλακτικοί πάροχοι. Πρόσφατα δημοσιεύματα μετέφεραν τις έντονες αντιδράσεις των εναλλακτικών παρόχων στις εξαγγελίες για το φθηνό Ίντερνετ στους φοιτητές.

Σαν αφορμή των αντιδράσεων αναφερόταν ότι τα χαμηλά έσοδα δεν θα επιτρέψουν απόσβεση των επενδύσεων.

Τα παραπάνω αποτελούν ενδείξεις ότι η ελληνική αγορά τηλεπικοινωνιών κινείται με βραχυπρόθεσμη στρατηγική δημιουργίας άμεσου κέρδους.

Είναι ενδιαφέρον ότι οι εταιρίες αρνούνται ή αδυνατούν να κάνουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις που θα οδηγήσουν στην αύξηση των χρηστών του Ίντερνετ.


Ο πόλεμος της ευρυζωνικότητας

Η έλλειψη κινήτρων για τη χρήση του απλού Ίντερνετ εξηγεί και την τεράστια υστέρηση της Ελλάδας στις ευρυζωνικές διασυνδέσεις (1,5% στα τέλη του 2005, έσοδα 7-8 εκατ. ευρώ έναντι 23 δισ. της Ε.Ε.). Όταν δεν έχει πειστεί ο πολίτης να χρησιμοποιήσει την απλή και φθηνή πρόσβαση, είναι δύσκολο να υιοθετήσει τις ιδιαίτερα ακριβές ευρυζωνικες προσβάσεις. Η αδυναμία σύγκλισης έχει δηλωθεί επίσημα καθώς ο στόχο της Ψηφιακής Στρατηγικής 2006-2013 είναι η διείσδυση της ευρυζωνικότητας να φτάσει το 2008 στο 7%, όταν ο μέσος όρος των 15 για το 2005 ήταν 7,72%.

Παρόλα αυτά ο πόλεμος της ευρυζωνικότητας μαίνεται μεταξύ των τηλεπικοινωνιακών εταιριών μέσω δημοσιευμάτων και διαφημίσεων. Ωστόσο, τα υψηλά τιμολόγια και η έλλειψη επενδύσεων δημιουργούν την εντύπωση ότι πρόκειται για πόλεμο εντυπώσεων. Η πραγματικότητα είναι ότι ελάχιστοι εναλλακτικοί πάροχοι έχουν προχωρήσει σε σημαντικές επενδύσεις για την ανάπτυξη του ευρυζωνικού δικτύου. Οι περισσότεροι προτιμούν να επενδύει ο ΟΤΕ και να τους μεταπωλεί τις υπηρεσίες του.

Επιπλέον, οι τρόποι που έχει επιλέξει το κράτος για την ανάπτυξη της ευρυζωνικότητας προβληματίζουν. Η παροχή φθηνού Ίντερνετ στους φοιτητές – η οποία αποτελούσε προεκλογική δέσμευση της κυβέρνησης – θα λύσει μερικώς το πρόβλημα διείσδυσης των ευρυζωνικών υπηρεσιών καθώς απευθύνεται σε ένα πληθυσμό 600.000 φοιτητών. Αυτό το μέτρο ωστόσο δεν αντιμετωπίζει το ψηφιακό χάσμα καθώς ασχολείται με μια πληθυσμιακή ομάδα που απολάμβανε ήδη δωρεάν πρόσβαση μέσω των Πανεπιστημίων. Επίσης, το μέτρο αντιμετωπίζει προβλήματα στην εφαρμογή του. Ενώ, στην αρχή είχε εξαγγελθεί δωρεάν πρόσβαση σε φοιτητές και σπουδαστές με ταχύτητα 512 Kbps, η τελική εξαγγελία αφορά πρόσβαση ταχύτητας 384 Kbps μόνο για φοιτητές ΑΕΙ και με κόστος 15 ευρώ το μήνα.
Η ανάπτυξη της ευρυζωνικότητας στην Ελλάδα βασίζεται μεταξύ άλλων στην πρωτοβουλία ανάπτυξης μητροπολιτικών ευρυζωνικών δικτύων στους δήμους της χώρας. Έχουν ήδη υποβληθεί 224 (!) προτάσεις από δήμους με πληθυσμό από 5.000 έως 10.000 κατοίκους και 69 προτάσεις από δήμους με πάνω από 10.000 κατοίκους. Αν ο στόχος της Ψηφιακής Στρατηγικής για 7% ευρυζωνικών προσβάσεων επαληθευτεί, αυτό θα σημαίνει ότι το 2008 οι συνδρομητές θα είναι 350-700 (για τους δήμους με πληθυσμό 5.000-10.000) και από 700 και πάνω (πληθυσμός 10.000+). Αυτά τα ποσοστά εγείρουν σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα των επιχειρησιακών σχεδίων. Επιπλέον, υπάρχει έντονος προβληματισμός σχετικά με τη δυνατότητα των Δήμων να διαχειριστούν την υλοποίηση και λειτουργία των δικτύων.

Από την άλλη πλευρά, αξίζει να σημειωθεί ότι οι υλοποιήσεις των ιδιωτικών υποδομών – κυρίως του τουριστικού κλάδου – επιδεικνύουν δυναμική ανάπτυξη. Η υλοποίηση 197 έργων με 474 ασύρματα σημεία πρόσβασης (wireless hotspots) δείχνει ότι ο τουριστικός τομέας της χώρας πρωτοστατεί στην ενσωμάτωση των ευρυζωνικών υπηρεσιών στο βασικό πακέτο εξυπηρέτησης των πελατών. Επιφυλάξεις ωστόσο διατυπώνονται ως προς τους τεχνικούς κινδύνους υλοποίησης που αντιμετωπίζουν οι παραπάνω επενδύσεις. Η τεχνολογία των δίκτυων WiFi είναι πρόσφατη με αποτέλεσμα το ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιό της να παραμένει ελλιπές. Σημαντικά προβλήματα – για παράδειγμα προβλήματα ασφάλειας – δεν έχουν επιλυθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: